- γαλακτερός
- γαλακτερός, -ή, -ό και γαλαχτερός, -ή, -ό και γαλατερός, -ή, -ό1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα.2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.