γαλακτερός

γαλακτερός
γαλακτερός, -ή, -ό και γαλαχτερός, -ή, -ό και γαλατερός, -ή, -ό
1. αυτός που είναι γεμάτος γάλα ή παρασκευάζεται με γάλα.
2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γαλακτερά τα προϊόντα του γάλακτος: Στη νηστεία δεν τρώμε γαλακτερά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαλακτερός — και γαλαχτερός και γαλατερός, ή, ό 1. ο γεμάτος γάλα 2. ο κατασκευασμένος από γάλα 3. (για φυτά) εκείνος που έχει γαλακτώδη χυμό 4. αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαλακτερά γλυκίσματα ή φαγητά με κύριο… …   Dictionary of Greek

  • Nasos Galakteros — (AKA Athanasios Galakteros) (Greek: Νάσος Γαλακτερός; born June 15, 1969 in Athens, Greece) is a retired Greek professional basketball player. He started his career from Amyntas BC and later he played for AEK BC. He was a Greek Cup finalist in… …   Wikipedia

  • Nasos Galakteros — Fiche d’identité Nationalité …   Wikipédia en Français

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Dictionary of Greek

  • πολυγαλακτώ — έω, Α [πολυγάλακτος] έχω άφθονο γάλα, είμαι γαλακτερός …   Dictionary of Greek

  • γαλατερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλαχτερός — ή, ό βλ. γαλακτερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”